-
1 δυσχερεια
ἥ1) тяжесть, обременительность(φορήματος Soph.)
2) тягостность, мучительность(νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.)
3) затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность(εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας ὑπεριδεῖν Isocr.; ἀπορίαι καὴ δυσχέρειαι Arst.; ἥ περὴ τέν διοίκησιν δ. Plut.)
4) неудовольствие, недовольство, досада(ὅ οὐρανὸς ἀπαθές πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.)
5) привередливость, неудовлетворенность(δ. τι φύσεως Plat.)
-
2 απαθης
21) нечувствительный, бесчувственный(ὥσπερ λίθος Arst.)
2) невосприимчивый, тж. невозмутимый, бесстрастный, равнодушный(πρὸς τὸν θάνατον Arst.; ὑπὸ τῶν παρόντων Plut.)
3) не испытавший, не изведавший(καλῶν μεγάλων Her.)
4) не пострадавший, нетронутый, незадетый(κακῶν Her., Lys., Xen.; πάσης δυσχερείας Arst.; νόσων Dem.; ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.)
; невредимый(οἶοι Aesch.; χώρα Thuc.)
5) недоступный (чему-л.), не подверженныйτὸ ὑπὸ χρημάτων ἀπαθές Plut. — бескорыстие, отсутствие склонности к стяжательству;
ἀ. τῷ πυρί Luc. — не боящийся огня6) не подверженный изменениям, неизменный(αἱ ἰδέαι Arst.; νοῦς Arst., Plut.)
7) не вызывающий сострадания, не производящий впечатления(τὸ οὐ τραγικόν Arst.)
8) грам. (о глаголе) непереходный -
3 διαπνεω
1) продувать, обдувать, обвевать(αὔραις διαπνεῖσθαι Xen.; ὅ ἀέρ διαπνεῖ τὸ σῶμα Arst.)
2) pass. развеваться(τρίχες διαπνεόμεναι Arst.)
3) выдыхаться, испаряться(διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
; pass. развеиваться, рассеиваться(διαπίπτειν καὴ δ. Plat.; ἐξελθούσης τῆς ψυχῆς διαπνεῖται τὸ σῶμα Arst.)
4) переводить дух, отдыхать, приходить в себя(ἐκ δυσχερείας Polyb.; διαπνεῦσαι καὴ στῆναι Plut.)
См. также в других словарях:
δυσχερείας — δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem acc pl δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
σκριπτ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μαρτζώκης — Επώνυμο οικογένειας ποιητών από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας Κάρολος Διονύσιος (1849 – 1922). Ποιητής. Εργαζόταν στο δημαρχείο Ζακύνθου και παράλληλα δίδασκε την ιταλική και γαλλική γλώσσα ως οικοδιδάσκαλος. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές με τίτλο… … Dictionary of Greek